请输入您要查询的单词:
单词
dijugaverim
释义
dijugaverim
Latin
Verb
dījugāverim
first-person singular perfect active subjunctive of
dījugō
随便看
αρμοδίους
αρμοδίων
αρμοδίως
αρμοδιοτήτων
αρμοδιότητα
αρμοδιότητας
αρμοδιότητες
αρμοκάλυπτα
αρμοκάλυπτο
αρμοκάλυπτου
αρμοκάλυπτρα
αρμοκάλυπτρο
αρμοκάλυπτρου
αρμοκάλυπτρων
αρμοκάλυπτων
αρμολογήματα
αρμολογήματος
αρμολογήσεις
αρμολογήσεων
αρμολογήσεως
αρμολογημάτων
αρμολογούμαι
αρμολογώ
αρμολόγημα
αρμολόγησα
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 12:45:57