请输入您要查询的单词:
单词
delizierebbe
释义
delizierebbe
Italian
Verb
delizierebbe
third-person singular conditional of
deliziare
随便看
λευκαῖς
Λευκετία
λευκο-
λευκοί
λευκοί νάνοι
Λευκοθέα
λευκομέλας
λευκοπίνακα
λευκοπίνακας
λευκοπίνακες
λευκοπινάκων
Λευκορωσία
Λευκορωσίδα
Λευκορωσικά
λευκορωσικά
λευκορωσικός
Λευκορωσικών
λευκορωσικών
Λευκορωσσία
Λευκορώσος
λευκος
λευκοσίδηρε
λευκοσίδηρο
λευκοσίδηρος
λευκοσιδήρου
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 2:19:54