请输入您要查询的单词:
单词
coercuissemus
释义
coercuissemus
Latin
Verb
coercuissēmus
first-person plural pluperfect active subjunctive of
coerceō
随便看
λυπημένα
λυπημένε
λυπημένες
λυπημένη
λυπημένης
λυπημένο
λυπημένοι
λυπημένος
λυπημένου
λυπημένους
λυπημένων
λυπηροτέρα
λυπηρός
λυπηρότερα
λυπηρότερος
λυπούμαι
λυπρός
λυπώ
λυρική
λυρικοῦ
λυρικόν
λυρικός
λυριστής
λυριστοῦ
Λυρνησσός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 14:53:10