请输入您要查询的单词:
单词
acreditei
释义
acreditei
Portuguese
Verb
acreditei
First-person singular (
eu
) preterite indicative of
acreditar
随便看
εμίρηδων
εμίρης
εμαγέ
εμαγιέ
εμβάσματα
εμβάσματος
εμβέλεια
εμβέλειας
εμβέλειες
εμβασμάτων
εμβατήρια
εμβατήριο
εμβατηρίου
εμβατηρίων
εμβελειών
εμβιομηχανική
εμβιομηχανικής
εμβλήματα
εμβλήματος
εμβλημάτων
εμβοές
εμβοή
εμβοής
εμβολίασα
εμβολίζομαι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 14:57:57